- ἀνάποινος
- ἀνάποινοςwithout ransommasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάποινος — ἀνάποινος, ον (Α) αυτός που παραχωρείται ή που επιστρέφεται χωρίς λύτρα ή χωρίς δώρα (το ουδ. χρησιμοποιείται μόνο μία φορά, Ιλ. Α 99, σαν επίρρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν * στερ. + ἄποινα «δώρα, λίτρα» < ποινή] … Dictionary of Greek
ἀναποίνως — ἀνάποινος without ransom adverbial ἀνάποινος without ransom masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάποινον — ἀνάποινος without ransom masc/fem acc sg ἀνάποινος without ransom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάποινοι — ἀνάποινος without ransom masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)